σφραγιστήρ

σφραγιστήρ
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
μσν.
ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)
αρχ.
δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα -τὴρ (πρβλ. κομισ-τήρ, σωφρονισ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφραγιστῆρα — σφραγιστήρ sealer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγιστῆρι — σφραγιστήρ sealer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγιστῆρος — σφραγιστήρ sealer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγιστήριο — το / σφραγιστήριον, ΝΑ [σφραγιστήρ] νεοελλ. 1. δημόσια υπηρεσία όπου σφραγίζονται έγγραφα ή αντικείμενα 2. ο μικρός γλυπτός τύπος με τον οποίο σφραγίζονται οι λειτουργικοί άρτοι, αλλ. προσφορική σφραγίδα αρχ. αποτύπωμα σφραγίδας …   Dictionary of Greek

  • ԿՆՔՈՑ — (ի, աց.) NBH 1 1106 Chronological Sequence: 10c գ. σφραγιστήρ annulus signatorius, sigillum, signaculum. Կնիք. ըստ որում գործի կնքելոյ. մատանի. մէօհր ... *Կնքել իմով կնքացաւ. եւ էր մատանին ոսկի, եւ դրոշմն արեգակն. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”