- σφραγιστήρ
- -ῆρος, ὁ, ΜΑμσν.ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)αρχ.δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα -τὴρ (πρβλ. κομισ-τήρ, σωφρονισ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.